- πυρίκαυτος
- -ον, Αβλ. πυρίκαυστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρίκαυτος — burnt in fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυτον — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem acc sg πυρίκαυτος burnt in fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτοις — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτου — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρικαύτων — πυρίκαυτος burnt in fire masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυτα — πυρίκαυτος burnt in fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίκαυστος — η, ο / πυρίκαυστος, ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, ον, Α 1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά 2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα τού… … Dictionary of Greek
ՀՐԱՅՐԵԱՑ — (եցի, ցաց.) NBH 2 0133 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 11c ա. πυρούμενος ardens πυρίκαυτος igni exustus. Այրեցեալ եւ կիզեալ հրով, կամ վառեալ հրով. շանթացեալ. *Երկինք՝ հրայրեացք լուծանիցին. ՟Բ. Պետ. ՟Գ. 12:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)